Γιατί τα παχύσαρκα άτομα κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν καρδιαγγειακά

+

Η παχυσαρκία είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας και επηρεάζει πάνω από το 40% των ενηλίκων στις ΗΠΑ.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πάνω από το 9% του πληθυσμού είχε σοβαρή παχυσαρκία το 2020, με Δείκτη Μάζας Σώματος πάνω από 40.

Η συγκεκριμένη νόσος αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις, διαβήτη και ορισμένες μορφές καρκίνου.

Η παχυσαρκία συχνά συνυπάρχει με υπερλιπιδαιμία (υψηλές συγκεντρώσεις λιπιδίων στο αίμα), διαβήτη, υπέρταση, χρόνια φλεγμονή και οξειδωτικό στρες, που αυξάνουν την ευαισθησία στην καρδιαγγειακή νόσο.

Η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας (LDL) είναι ένα νανοσωματίδιο που μεταφέρει τη χοληστερόλη στο αίμα. Η χοληστερόλη, η οποία είναι καλή όταν υπάρχει σε φυσιολογικά επίπεδα, είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική κυτταρική λειτουργία.

Ωστόσο, η περίσσεια χοληστερόλης μπορεί να προσκολληθεί στα εσωτερικά τοιχώματα των αρτηριών σχηματίζοντας αθηρωματικές πλάκες και προκαλώντας καρδιαγγειακή νόσο .

Ερευνητές στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης ανακάλυψαν ότι στην παχυσαρκία η LDL δεν λειτουργεί κανονικά, αυξάνοντας τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

«Τα ευρήματά μας έδειξαν ότι στην παχυσαρκία, δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα της LDL που προκαλεί την ασθένεια: η «κακή χοληστερόλη» γίνεται χειρότερη λόγω φλεγμονής που σχετίζεται με την παχυσαρκία. Ως αποτέλεσμα, η παροχή χοληστερόλης μετατρέπεται από φυσιολογική σε μη φυσιολογική, συγκρατείται περισσότερη χοληστερόλη στα τοιχώματα των αρτηριών, σχηματίζοντας τελικά πλάκες που εμποδίζουν τη ροή του αίματος», εξήγησε η συγγραφέας της μελέτης, ερευνήτρια φαρμακολογίας, φυσιολογίας και βιοφυσικής, Shobini Jayaraman.

Στο πλαίσιο της μελέτης συγκρίθηκαν οι λιποπρωτεΐνες αίματος από ασθενείς με σοβαρή παχυσαρκία πριν από τη βαριατρική χειρουργική επέμβαση και 6 ή 12 μήνες μετά, με λιποπρωτεΐνες από μια ομάδα ελέγχου που αποτελούσαν αδύνατα και υγιή άτομα.

Στη συνέχεια οι ερευνητές μελέτησαν τις αλληλεπιδράσεις των λιποπρωτεϊνών με τρεις κυτταρικούς υποδοχείς που είναι κλειδί για τη λειτουργία της LDL. Αυτό περιελάμβανε τον υποδοχέα LDL (ο οποίος κατευθύνει την κανονική πρόσληψη της χοληστερόλης από τα κύτταρα) και δύο υποδοχείς που μπορεί να προκαλέσουν επιβλαβή συσσώρευση χοληστερόλης.

Στη συνέχεια σχεδίασαν ένα τεστ για την ποσοτικοποίηση των αλληλεπιδράσεων λιποπρωτεϊνών με πολλά συστατικά εξωκυτταρικής μήτρας. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις μπορούν να προάγουν την επιβλαβή κατακράτηση λιποπρωτεϊνών στις αρτηρίες, η οποία μπορεί να προκαλέσει αθηροσκλήρωση. Επιπλέον, ανέλυσαν τη σύνθεση της LDL και χρησιμοποίησαν υγρή χρωματογραφία και άλλες βιοχημικές μεθόδους για να εξερευνήσουν το φορτίο και τη συσσωμάτωση νανοσωματιδίων, που επηρεάζουν τη λειτουργικότητα της LDL.

Σε ασθενείς με παχυσαρκία, διαπίστωσαν ότι τα σωματίδια LDL έγιναν δυσλειτουργικά και ήταν λιγότερο αποτελεσματικά στη μεταφορά του φορτίου χοληστερόλης τους στους υποδοχείς LDL. Επιπλέον, το σωματίδιο LDL έτεινε είτε να παρέχει κατά προτίμηση χοληστερόλη στους δύο άλλους υποδοχείς είτε να προσκολλάται στα τοιχώματα των αρτηριών.

«Αυτή η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά προήλθε από αλλαγές στη βιοχημική σύνθεση της LDL που προκαλείται από φλεγμονή που σχετίζεται με την παχυσαρκία. Αυτές οι επιβλαβείς αλλαγές συνέβαλαν στον αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με παχυσαρκία», πρόσθεσε η Jayaraman.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, κατά τον πρώτο χρόνο μετά τη βαριατρική επέμβαση οι ασθενείς έχασαν πολύ βάρος, η φλεγμονή που προκλήθηκε από την παχυσαρκία υποχώρησε και η ποιότητα της LDL βελτιώθηκε προοδευτικά στους 6 και τους 12 μήνες μετεγχειρητικά.

Ωστόσο, η ποιότητα της LDL και ο ΔΜΣ δεν έφτασε στα επίπεδα της ομάδας ελέγχου. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσο πιο κοντά στο φυσιολογικό ήταν το βάρος τψν ασθενών, τόσο καλύτερη ήταν η ποιότητα της LDL, με αποτέλεσμα χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

«Η μελέτη μας δείχνει ότι η ποιότητα της LDL συνεχίζει να βελτιώνεται, καθώς το βάρος του ασθενούς ομαλοποιείται, υποδηλώνοντας ότι ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου συνεχίζει να μειώνεται. Αυτό είναι πολλά υποσχόμενο εύρημα όχι μόνο για ασθενείς που υποβάλλονται σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση αλλά και για πολλούς άλλους που είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και χρησιμοποιούν διάφορες προσεγγίσεις στην απώλεια βάρους», δήλωσε η συγγραφέας Olga Gursky, καθηγήτρια φαρμακολογίας, φυσιολογίας και βιοφυσικής στη σχολή.

Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Lipid Research.