Δύο από τις πιο επιβαρυντικές κατηγορίες διαταραχών για τη δημόσια υγεία αποτελούν τα καρδιαγγειακά και η κατάθλιψη.
Σε παγκόσμιο επίπεδο υπολογίζεται πως 280 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από κατάθλιψη, ενώ 620 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα.
Από τη δεκαετία του 1990 είναι γνωστό πως οι συγκεκριμένες ασθένειες συνδέονται με κάποιο τρόπο. Για παράδειγμα, τα άτομα με κατάθλιψη διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, ενώ η έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπεία για την κατάθλιψη μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου κατά σχεδόν 50%.
Αντίστροφα, τα άτομα με καρδιαγγειακή νόσο τείνουν να έχουν και κατάθλιψη.
Για τους συγκεκριμένους λόγους, η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας συνιστά την παρακολούθηση των εφήβων με κατάθλιψη για την εμφάνιση καρδιαγγειακών.
Αυτό που δεν ήταν γνωστό, είναι τι προκαλεί τη σύνδεση των δύο παθήσεων. Μέρος της απάντησης πιθανώς βρίσκεται στους παράγοντες του τρόπου ζωής που είναι κοινοί στους ασθενείς με κατάθλιψη και οι οποίοι αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Τέτοιοι είναι το κάπνισμα, η κατάχρηση αλκοόλ, η έλλειψη άσκησης και η κακή διατροφή. Είναι επίσης πιθανό οι δύο ασθένειες να σχετίζονται σε βαθύτερο επίπεδο, μέσω κοινών αναπτυξιακών οδών.
Τώρα, οι επιστήμονες έδειξαν ότι η κατάθλιψη και η καρδιαγγειακή νόσος έχουν τουλάχιστον μία κοινή λειτουργική γονιδιακή ενότητα.
Το εύρημα παρέχει νέους δείκτες για την κατάθλιψη και τα καρδιαγγειακά και θα μπορούσε να βοηθήσει τους ερευνητές να βρουν φάρμακα που θα στοχεύουν και τις δύο ασθένειες.
«Εξετάσαμε το προφίλ γονιδιακής έκφρασης στο αίμα ατόμων με κατάθλιψη και καρδιαγγειακή νόσο και βρήκαμε 256 γονίδια σε μία μόνο γονιδιακή ενότητα, η έκφραση των οποίων σε επίπεδα υψηλότερα ή χαμηλότερα του μέσου όρου θέτει τα άτομα σε μεγαλύτερο κίνδυνο και για τις δύο ασθένειες», δήλωσε η πρώτη συγγραφέας Δρ. Binisha H Mishra, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τάμπερε στη Φινλανδία.
Η Mishra και οι συνεργάτες της μελέτησαν δεδομένα γονιδιακής έκφρασης στο αίμα 899 γυναικών και ανδρών ηλικίας μεταξύ 34 και 49 ετών που συμμετείχαν στη μελέτη Young Finns, μία από τις μεγαλύτερες μέχρι σήμερα μελέτες για τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση. Η μελέτη Young Finns ξεκίνησε το 1980 με τη συμμετοχή σχεδόν 4.000 παιδιών και εφήβων, ηλικίας τότε μεταξύ τριών και 18 ετών, που επιλέχθηκαν τυχαία από πέντε πόλεις της Φινλανδίας. Η υγεία των συμμετεχόντων παρακολουθείται μέχρι σήμερα.
Η Φινλανδία έχει την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης ψυχικών διαταραχών στην ΕΕ, ενώ είναι η ένατη χώρα στον κόσμο στην κατάταξη επιπολασμού της κατάθλιψης. Αντίθετα, η χώρα έχει σχετικά χαμηλό επιπολασμό καρδιαγγειακών παθήσεων, κατατάσσοντας τη χώρα στο χαμηλότερο 20% παγκοσμίως για αυτή την κατηγορία ασθενειών.
Το 2011, οι ερευνητές που διεξήγαγαν τη μελέτη Young Finns εξέτασαν τους συμμετέχοντες για συμπτώματα κατάθλιψης με τη χρήση του ερωτηματολογίου Beck’s depression inventory (BDI-II), η βαθμολογία του οποίου αυξάνεται όσο πιο σοβαρά είναι τα συμπτώματα. Τους εξέτασαν επίσης για τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου μέσω της βαθμολογίας «ιδανικής καρδιαγγειακής υγείας» της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας, σε κλίμακα από το μηδέν (υψηλότερος κίνδυνος) έως το επτά (χαμηλότερος κίνδυνος). Η ομάδα ανέλυσε περαιτέρω αυτά τα δεδομένα για την παρούσα μελέτη.
Οι ερευνητές έλαβαν το 2011 από τους συμμετέχοντες δείγματα αίματος τα οποία η Mishra και οι συνεργάτες της ανέλυσαν με σύγχρονες μεθόδους γονιδιακής έκφρασης.
Εντόπισαν 22 ξεχωριστές γονιδιακές ενότητες, εκ των οποίων μόνο μία σχετιζόταν τόσο με υψηλή βαθμολογία για τα καταθλιπτικά συμπτώματα όσο και με χαμηλή βαθμολογία για την καρδιαγγειακή υγεία.
«Τα τρία κορυφαία γονίδια αυτής της γονιδιακής ενότητας είναι γνωστό ότι σχετίζονται με νευροεκφυλιστικές παθήσεις, διπολική διαταραχή και κατάθλιψη. Τώρα δείξαμε ότι συνδέονται και με την κακή καρδιαγγειακή υγεία», δήλωσε η Mishra.
Τα γονίδια αυτά συνδέονται με βιολογικές διεργασίες, όπως η φλεγμονή, και εμπλέκονται στην παθογένεια τόσο της κατάθλιψης όσο και των καρδιαγγειακών παθήσεων. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί οι δύο ασθένειες εμφανίζονται συχνά μαζί.
Άλλα γονίδια στην κοινή ενότητα γονιδίων έχει αποδειχθεί ότι εμπλέκονται σε ασθένειες του εγκεφάλου, όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ, η νόσος του Πάρκινσον και η νόσος του Χάντινγκτον.
«Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα γονίδια αυτής της ενότητας ως βιοδείκτες για την κατάθλιψη και την καρδιαγγειακή νόσο. Τελικά, αυτοί οι βιοδείκτες μπορεί να διευκολύνουν την ανάπτυξη προληπτικών στρατηγικών διπλού σκοπού και για τις δύο ασθένειες», δήλωσε η Mishra.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Frontiers in Psychiatry.