Παχυσαρκία και εγκυμοσύνη: Ποιος ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου

+

Οι επιστήμονες εξέτασαν τις συσχετίσεις ανάμεσα στον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), στις επιπλοκές στην εγκυμοσύνη και στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου (CVD).

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μία στις τέσσερις κυήσεις παρουσιάζει κάποια επιπλοκή, όπως διαβήτη κύησης, πρόωρο τοκετό, διαταραχές υπέρτασης.

Οι συγκεκριμένες επιπλοκές συνδέονται με βραχυπρόθεσμους κινδύνους μητρικής νοσηρότητας και θνησιμότητας, ενώ όλο και περισσότερα στοιχεία υποστηρίζουν τη συσχέτιση μεταξύ των επιπλοκών της κύησης και του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου.

Η συσχέτιση της καρδιαγγειακής νόσου και των επιπλοκών της κύησης μπορεί να οφείλεται σε κοινούς παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι προηγούνται της εμφάνισης των παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακή νόσου. Οι γυναίκες με αυξημένο ΔΜΣ στην αρχή της εγκυμοσύνης ή πριν από την εγκυμοσύνη έχουν υψηλότερες πιθανότητες εμφάνισης επιπλοκών. Επιπλέον, τα στοιχεία δείχνουν ότι η παχυσαρκία στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής σχετίζεται με μελλοντικό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Παραμένει ωστόσο άγνωστο εάν οι επιπλοκές κύησης αποτελούν δείκτες υποκείμενου κινδύνου που σχετίζεται με την παχυσαρκία και εάν μεσολαβούν στη συσχέτιση με μελλοντικό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

Στη νέα μελέτη οι ερευνητές αξιολόγησαν τις συσχετίσεις μεταξύ της μητρικής παχυσαρκίας, των υπερτασικών διαταραχών της εγκυμοσύνης, άλλων επιπλοκών της κύησης και της καρδιαγγειακής υγείας μετά τον τοκετό.

Στη μελέτη συμμετείχαν έγκυες με μονήρεις κυήσεις (κυοφόρηση ενός εμβρύου) οι οποίες επιλέχθηκαν κατά την περίοδο 2014-17 και βρίσκονταν μεταξύ της 6ης και της 13ης εβδομάδας κύησης. Οι έγκυες δεν είχαν ιστορικό διαβήτη ή υπέρτασης, ενώ αποκλείστηκαν όσες είχαν γεννήσει στο παρελθόν νεκρά μωρά ή είχαν ιστορικό αποβολών.

Στη μελέτη συμμετείχαν 4.216 έγκυες με μέση ηλικία κύησης 11,4 εβδομάδων.

Η μέση ηλικία της μητέρας ήταν 27 ετών στην αρχή της εγκυμοσύνης. Πάνω από τις μισές συμμετέχουσες (53%) είχαν φυσιολογικό ΔΜΣ (<25 kg/m2), το 25% ήταν υπέρβαρες (ΔΜΣ: 25 kg/m2 έως < 30 kg/m2) και το 22% παχύσαρκες (ΔΜΣ ≥ 30 kg/m2).

Η μέση περίοδος κύησης ήταν 39 εβδομάδες και το βάρος γέννησης των μωρών 3,3 κιλά. Περίπου το 15% των εγκύων είχαν υπερτασικές διαταραχές της εγκυμοσύνης. Συγκεκριμένα, το 9% είχαν εκλαμψία ή προεκλαμψία και το 6% είχαν υπέρταση. Περίπου το 8% των εγκύων γέννησαν πρόωρα, το 4% είχαν διαβήτη κύησης και το 11% γέννησαν μωρά με μικρή ηλικία κύησης.

Στην πρώτη εξέταση μετρήθηκε ο ΔΜΣ των γυναικών.

Οι ερευνητές εξέτασαν τις έγκυες περίπου 3,7 χρόνια μετά την αρχική επίσκεψη. Όσες ήταν υπέρβαρες και παχύσαρκες, είχαν υψηλότερο κίνδυνο υπερτασικών διαταραχών της εγκυμοσύνης από εκείνες με φυσιολογικό ΔΜΣ. Κάτι ανάλογο παρατηρήθηκε και για τον διαβήτη κύησης, την υπέρταση κύησης, την εκλαμψία ή την προεκλαμψία. Η παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος δεν συσχετίστηκαν με μικρή ηλικία κύησης και πρόωρους τοκετούς.

Οι υπερτασικές διαταραχές της εγκυμοσύνης συσχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο υπερλιπιδαιμίας, υπέρτασης και αυξημένης συστολικής αρτηριακής πίεσης και ολικής χοληστερόλης. Η υπέρταση κύησης δεν συσχετίστηκε με την ολική χοληστερόλη ή την περιστατική υπερλιπιδαιμία.

Ο διαβήτης κύησης συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, υπερλιπιδαιμίας και αυξημένων επιπέδων γλυκόζης νηστείας και ολικής χοληστερόλης.

Ο πρόωρος τοκετός συσχετίστηκε με αυξημένους κινδύνους εμφάνισης διαβήτη, υπέρτασης και υπερλιπιδαιμίας.

Οι έγκυες που ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες στην αρχή της εγκυμοσύνης, είχαν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, υπερλιπιδαιμίας και υπέρτασης από εκείνες με φυσιολογικό ΔΜΣ. Οι διαφορές μεταξύ του φυσιολογικού ΔΜΣ και της παχυσαρκίας ήταν σημαντικά υψηλότερες για τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας και την συστολική αρτηριακή πίεση.

Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι επιπλοκές της κύησης μπορεί να αντιπροσωπεύουν ένα δείκτη για προϋπάρχοντα κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου που μπορεί να αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, υποδεικνύοντας την ανάγκη παρεμβάσεων πριν από την εγκυμοσύνη ή στην πρώιμη εγκυμοσύνη πριν από την εμφάνιση των επιπλοκών.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Circulation Research.