Λεύκη ονομάζεται μια χρόνια δερματική νόσος η οποία επηρεάζει περίπου το 0,5-2% του πληθυσμού παγκοσμίως και χαρακτηρίζεται από ανοσοδιαμεσολαβούμενη καταστροφή των μελανοκυττάρων.
Πλέον η λεύκη αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως συστηματική πάθηση που συνδέεται με διάφορες συννοσηρότητες, όπως διαταραχές του θυρεοειδούς, ασθένειες του συνδετικού ιστού και άλλες δερματικές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ψωρίασης και της γυροειδούς αλωπεκίας.
Ερευνητές στις ΗΠΑ διερεύνησαν σε πρόσφατη μελέτη τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με λεύκη επί 15 χρόνια. Διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με λεύκη είχαν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, συμπεριλαμβανομένων των εγκεφαλικών επεισοδίων και των σοβαρών δυσμενών καρδιαγγειακών συμβάντων, σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν λεύκη.
Οι ασθενείς με λεύκη συχνά εμφανίζουν μεταβολικές διαταραχές, όπως αντίσταση στην ινσουλίνη και μη φυσιολογικά λιπιδαιμικά προφίλ, που συμβάλλουν στην ανάπτυξη μεταβολικού συνδρόμου.
Προηγούμενες μελέτες σχετικά με τους κινδύνους καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με λεύκη, έχουν δώσει αντικρουόμενα αποτελέσματα: ορισμένες αναφέρουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, ενώ άλλες δεν δείχνουν σημαντική αύξηση ή ακόμη και χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας.
Ωστόσο, πρόσφατες ανασκοπήσεις υποστηρίζουν μια συσχέτιση μεταξύ λεύκης και παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακών, αντίστοιχους με αυτούς που παρατηρούνται σε χρόνιες φλεγμονώδεις δερματικές παθήσεις όπως η ψωρίαση και ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν το συγκεκριμένο κενό, οι ερευνητές διεξήγαγαν μια αναδρομική ανάλυση χρησιμοποιώντας μια μεγάλης κλίμακας βάση δεδομένων ηλεκτρονικών φακέλων υγείας στις ΗΠΑ για να αξιολογήσουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών σε ασθενείς με λεύκη.
Τα δεδομένα ελήφθησαν από τη βάση δεδομένων TriNetX, η οποία περιλαμβάνει δεδομένα από 57 οργανισμούς υγειονομικής περίθαλψης με έδρα τις ΗΠΑ. Οι ασθενείς με προηγούμενες διαγνώσεις καρδιαγγειακής νόσου αποκλείστηκαν.
Πραγματοποιήθηκε περαιτέρω αντιστοίχιση με βάση την ηλικία, το φύλο και άλλους παράγοντες υγείας. Οι ασθενείς με λεύκη είχαν μέση ηλικία 38,8 έτη – το 54,2% από αυτούς ήταν γυναίκες και το 53,5% ήταν λευκοί. Παρακολουθήθηκε η καρδιαγγειακή υγεία εντός 15 ετών μετά τη διάγνωση, εξαιρουμένων των ασθενών με προϋπάρχουσες διαγνώσεις καρδιαγγειακής νόσου.
Εκτιμήθηκε ο χρόνος εμφάνισης της καρδιαγγειακής νόσου, με διάμεση παρακολούθηση περίπου τριών ετών. Υπέρβαρο/παχυσαρκία παρατηρήθηκε σε ποσοστό 8,8% και εξάρτηση/ιστορικό νικοτίνης αναφέρθηκε σε ποσοστό 6,6% των περιπτώσεων.
Συνολικά 4.028 ασθενείς με λεύκη είχαν διαγνωσθεί με μείζονα δυσμενή καρδιαγγειακά συμβάντα (MACE), σε σύγκριση με 3.042 άτομα στην ομάδα ελέγχου.
Διαπιστώθηκε υψηλότερος κίνδυνος καρδιαγγειακών στους ασθενείς με λεύκη, ο οποίος παρέμεινε σε όλες τις αναλύσεις ευαισθησίας. Στο πλαίσιο των εγκεφαλοαγγειακών παθήσεων, οι κίνδυνοι για εγκεφαλικό και τα επακόλουθά του βρέθηκαν ιδιαίτερα υψηλοί.
Στις αρτηριακές και τριχοειδικές παθήσεις, ο κίνδυνος ήταν υψηλότερος για υπερτασικές καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Στις διαταραχές των καρδιακών βαλβίδων και της αγωγιμότητας παρατηρήθηκε επίσης υψηλότερος κίνδυνος, ιδίως για τις διαταραχές της μιτροειδούς βαλβίδας και τους διάφορους τύπους αρρυθμιών. Είναι ενδιαφέρον ότι οι ασθενείς με λεύκη παρουσίασαν νωρίτερα την εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων, κατά μέσο όρο 2,95 χρόνια νωρίτερα από τους συμμετέχοντες στην ομάδα ελέγχου.
Συγκεκριμένες παθήσεις παρουσίασαν ακόμη πιο έντονες διαφορές. Για παράδειγμα, το σύνδρομο του φλεβοκομβικού κόλπου εμφανίστηκε περίπου 5,5 χρόνια νωρίτερα στους ασθενείς με λεύκη. Αυτή η επιταχυνόμενη εμφάνιση αναδεικνύει την πιθανή ανάγκη για προγενέστερο έλεγχο των καρδιαγγειακών νοσημάτων και προληπτική διαχείριση σε ασθενείς με λεύκη.
Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη υποδηλώνει ότι οι ασθενείς με λεύκη μπορεί να έχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ενισχυμένη παρακολούθηση των ασθενών και προληπτική φροντίδα.
Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί αιτιώδης σχέση μεταξύ της λεύκης και του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό eBioMedicine.