Γιατί οι βήτα αναστολείς δεν ωφελούν όσους περνούν έμφραγμα

+

Νέα κλινική δοκιμή δείχνει ότι οι βήτα αναστολείς φαίνεται ότι είναι άχρηστοι όταν χορηγούνται σε επιζώντες εμφράγματος που δεν πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια.

Η συγκεκριμένη έρευνα θέτει υπό αμφισβήτηση τη ρουτίνα της συνταγογράφησης των β-αναστολέων σε όλους τους ασθενείς μετά από έμφραγμα, κάτι που αποτελούσε πάγια πρακτική για δεκαετίες, δήλωσαν οι ερευνητές.

Περίπου το 50% των επιζώντων από έμφραγμα δεν πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία είναι η έκπτωση της ικανότητας της καρδιάς να αντλεί αρκετό αίμα προς το σώμα, ανέφεραν οι ερευνητές.

Για αυτούς τους ασθενείς, οι βήτα αναστολείς δεν κάνουν καμία απολύτως διαφορά στην υγεία της καρδιάς ή στον κίνδυνο θανάτου, δείχνουν τα αποτελέσματα.

«Νομίζω ότι, μετά από αυτή τη μελέτη, πολλοί γιατροί δεν θα βρουν ένδειξη για τη χορήγηση β-αναστολέων μετά από έμφραγμα», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Troels Yndigegn, επεμβατικός καρδιολόγος στο Πανεπιστήμιο Lund της Σουηδίας.

Η καρδιακή ανεπάρκεια αξιολογείται συνήθως με βάση το κλάσμα εξώθησης ή το ποσοστό του αίματος που εξωθείται από την καρδιά με κάθε καρδιακό παλμό. Ένα κλάσμα εξώθησης πάνω από 40% έως 50% θεωρείται φυσιολογικό.

«Πιστεύουμε ότι τα στοιχεία εξακολουθούν να υποστηρίζουν τους β-αναστολείς για ασθενείς με σοβαρό έμφραγμα του μυοκαρδίου που εμφανίζουν καρδιακή ανεπάρκεια, αλλά για ασθενείς χωρίς ενδείξεις καρδιακής ανεπάρκειας και με φυσιολογικό κλάσμα εξώθησης, αυτή η δοκιμή διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η συνήθης χρήση των β-αναστολέων είναι επωφελής», σημειώνει ο επικεφαλής της δοκιμής.

Οι β-αναστολείς δίνονται σε καρδιοπαθείς επειδή αναστέλλουν ορμόνες όπως η αδρεναλίνη, μειώνουν την αρτηριακή πίεση και βοηθούν την καρδιά να χτυπά πιο αργά, προστατεύοντάς την από τις σοβαρές επιπλοκές.

Πολλοί γιατροί συνταγογραφούν β-αναστολείς μετά από έμφραγμα με βάση παλαιότερες ενδείξεις ότι θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόληψη δεύτερου εμφράγματος.

Ωστόσο, ο Yndigegn σημείωσε ότι οι κλινικές δοκιμές που οδήγησαν στη συνήθη χρήση των β-αναστολέων διεξήχθησαν πριν από την εφαρμογή νεότερων διαδικασιών -αγγειοπλαστική με μπαλόνι και τοποθέτηση στεντ- που χρησιμοποιούνται πλέον ευρέως για την επαναλειτουργία των φραγμένων αρτηριών.

«Εκείνη την εποχή, η βλάβη στον καρδιακό μυ ήταν μεγαλύτερη από ό,τι βλέπουμε σήμερα», δήλωσε ο Yndigegn. Τα σημερινά εμφράγματα τείνουν να είναι μικρότερα και «δεν προκαλούν βλάβη στον καρδιακό μυ στον ίδιο βαθμό», είπε.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν πάνω από 5.000 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία για έμφραγμα σε 45 νοσοκομεία στη Σουηδία, την Εσθονία και τη Νέα Ζηλανδία. Όλοι οι ασθενείς είχαν κλάσμα εξώθησης 50% ή καλύτερο.

Στους μισούς ανατέθηκε τυχαία η μακροχρόνια λήψη β-αναστολέων και στους άλλους μισούς όχι.

Κατά τη διάρκεια μιας μέσης περιόδου παρακολούθησης 3,5 ετών, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων όσον αφορά τον θάνατο, νέο έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, μη φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό, εγκεφαλικό επεισόδιο, χαμηλή αρτηριακή πίεση, πόνο στο στήθος ή δύσπνοια.

Αυτό σημαίνει ότι οι ασθενείς χωρίς καρδιακή ανεπάρκεια δεν χρειάζεται να παίρνουν β-αναστολείς, οι οποίοι μπορεί να προκαλέσουν παρενέργειες όπως διαταραχές της διάθεσης, κόπωση και σεξουαλική δυσλειτουργία, κατέληξαν οι ερευνητές.

«Πολλοί ασθενείς αναφέρουν παρενέργειες ή υποψίες παρενεργειών με αυτά τα φάρμακα, οπότε νομίζω ότι αυτό το εύρημα θα έχει αντίκτυπο σε χιλιάδες ασθενείς», δήλωσε ο Yndigegn.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση New England Journal of Medicine.