Πόσο γρήγορα υποχωρεί ο κίνδυνος κολπικής μαρμαρυγής μετά τη διακοπή του καπνίσματος

+

Νέα μελέτη δείχνει ότι οι καπνιστές που αποφασίζουν να κόψουν τη βλαβερή συνήθεια, θα διαπιστώσουν άμεσα οφέλη για την υγεία τους, συμπεριλαμβανομένης της γρήγορης μείωσης του κινδύνου ανάπτυξης κολπικής μαρμαρυγής.

Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ. Gregory Marcus τόνισε σε δηλώσεις του ότι: «Τα ευρήματα παρέχουν έναν νέο επιτακτικό λόγο για να δείξουμε στους καπνιστές ότι δεν είναι πολύ αργά για να κόψουν το τσιγάρο και ότι το γεγονός ότι κάπνιζαν στο παρελθόν δεν σημαίνει ότι είναι σίγουρο ότι θα αναπτύξουν κολπική μαρμαρυγή».

«Ακόμη και για τους σημερινούς και μακροχρόνιους καπνιστές, η κολπική μαρμαρυγή μπορεί να αποφευχθεί», ανέφερε ο Marcus, καρδιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο.

Στην κολπική μαρμαρυγή, οι άνω θάλαμοι της καρδιάς, που ονομάζονται κόλποι, αρχίζουν να χτυπούν ακανόνιστα. Αυτό επιτρέπει στο αίμα να συσσωρεύεται και ενδεχομένως να πήζει στους κόλπους, αυξάνοντας τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.

«Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, αλλά τα οφέλη από τη διακοπή του καπνίσματος είναι λιγότερο σαφή», δήλωσε ο Marcus. «Θέλαμε να προσδιορίσουμε αν η διακοπή του καπνίσματος θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο ενός ατόμου να αναπτύξει κολπική μαρμαρυγή ή αν ο κίνδυνος θα παρέμενε ο ίδιος».

Για να το διαπιστώσουν, εξέτασαν βρετανικά δεδομένα για πάνω από 146.700 νυν ή πρώην καπνιστές, των οποίων το ιστορικό καπνίσματος και η υγεία παρακολουθούνταν για 12 χρόνια στη βάση δεδομένων UK Biobank.

Οι άνθρωποι που ήταν πρώην καπνιστές (πριν ενταχθούν στη μελέτη) είχαν 13% χαμηλότερες πιθανότητες κολπικής μαρμαρυγής από τους νυν καπνιστές, ενώ αν ο καπνιστής διέκοπτε το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης, ο κίνδυνος έπεφτε στο 18% κάτω από εκείνον των νυν καπνιστών, διαπίστωσαν οι ερευνητές.

«Αυτό είναι πιθανότατα μια απόδειξη της μείωσης του κινδύνου κολπικής μαρμαρυγής αρκετά σύντομα μετά τη διακοπή», δήλωσε ο Marcus.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό JACC: Clinical Electrophysiology.