Νέος αλγόριθμος προβλέπει τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο

+

Αιφνίδιος καρδιακός θάνατος ονομάζεται ο «ξαφνικός» θάνατος, αυτός που συμβαίνει σε άτομο το οποίο φαίνεται υγιές ή σε κάποιον που πάσχει από μια χρόνια ασθένεια, αλλά στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση ή σε βελτίωση. Συμβαίνει μέσα σε μία ώρα από την εμφάνιση κάποιων ενοχλημάτων.

Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος παραμένει μεταξύ των κυριότερων αιτιών θανάτου στις δυτικές κοινωνίες, αντιπροσωπεύοντας το 50% όλων των θανατηφόρων καρδιαγγειακών συμβάντων.

Στους νέους ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα στο χώρο της δημόσιας υγείας. Αφορά άτομα νεαρής ηλικίας στην πλειοψηφία τους σε άριστη φυσική κατάσταση. Δεδομένα από μελέτες στο γενικό πληθυσμό δείχνουν ότι η συχνότητα του αιφνίδιου θανάτου στους νέους κυμαίνεται από 0,8-0,93 περιστατικά ανά 100.000 ετησίως.

Eπιστήμονες στη Φινλανδία ανέπτυξαν μια νέα υπολογιστική μέθοδο που μπορεί να προβλέψει τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο.

Ο νέος αλγόριθμος, που αναπτύχθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τάμπερε στη Φινλανδία, χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη μετρική που ονομάζεται detrended fluctuation analysis (DFA2 a1), η οποία μπορεί να ανιχνεύσει αλλαγές στη μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού με την πάροδο του χρόνου.

Ανάλυση δεδομένων για 2.794 ενήλικες για μια μέση περίοδο παρακολούθησης 8,3 ετών, διαπίστωσε ότι η DFA2 a1 είναι ένας «ισχυρός και ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας» του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου.

Η συσχέτιση είναι ισχυρότερη όταν ο οργανισμός βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας.

«Τα χαρακτηριστικά των διαστημάτων καρδιακής συχνότητας των ασθενών υψηλού κινδύνου σε κατάσταση ηρεμίας μοιάζουν με εκείνα μιας υγιούς καρδιάς κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης» εξήγησε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης, Τίμου Πουκίλα.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μεθόδους στατιστικής ανάλυσης για να συνδέσουν τα μοτίβα της DFA a1 με τα περιστατικά αιφνίδιου καρδιακού θανάτου. Η προσέγγιση περιλάμβανε τον συνυπολογισμό της επίδρασης άλλων σημαντικών μεταβλητών, όπως η ηλικία και η υγεία της καρδιάς ενός ατόμου.

Οι συσκευές που μετρούν τον καρδιακό ρυθμό, όπως τα ευρέως χρησιμοποιούμενα «έξυπνα» ρολόγια, διαθέτουν τις τεχνικές προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό τέτοιων παραγόντων καρδιακού κινδύνου. Ωστόσο, οι αναλύσεις του καρδιακού ρυθμού που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα δεν είναι αρκετά ακριβείς για τον σκοπό αυτό. Η νέα μέθοδος δείχνει πολλά υποσχόμενη στην πρόγνωση και τον εντοπισμό ασθενών υψηλού κινδύνου.

«Τα επιταχυνσιόμετρα σε φορετές συσκευές μπορούν εύκολα να διακρίνουν μεταξύ των καταστάσεων σωματικής δραστηριότητας και ανάπαυσης και να εκτελούν τη μέτρηση όταν αυτό ισχύει», έγραψαν οι ερευνητές στη μελέτη τους.

Ο νέος αλγόριθμος είναι σημαντικά πιο ακριβής από τις τρέχουσες μεθόδους, οι οποίες συνήθως περιλαμβάνουν τη μέτρηση της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας: δηλαδή την ικανότητα του οργανισμού να στέλνει οξυγόνο στους μύες και τον βαθμό στον οποίο οι μύες αυτοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν το οξυγόνο κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης.

Oι ερευνητές θα δοκιμάσουν στο προσεχές μέλλον τη μέθοδό τους σε μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων προκειμένου να δουν εάν τα ευρήματα αφορούν και άλλους τύπους καρδιακών παθήσεων.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση JACC: Clinical Electrophysiology.