Νέα μελέτη δείχνει ότι η ύπαρξη πνευμονικής νόσου θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα και η ηλικία.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ έφτασαν στο εν λόγω συμπέρασμα μέσα από πείραμα που περιελάμβανε περισσότερους από 220 ασθενείς με μια σπάνια γενετική πάθηση, η οποία ονομάζεται ανεπάρκεια αντιτρυψίνης άλφα-1 (AATD). Είναι μια πάθηση που προκαλεί πνευμονική νόσο παρόμοια με τη Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο Orphanet Journal of Rare Diseases.
Η AATD αναγκάζει τον οργανισμό να μην παράγει αρκετή ποσότητα από μια πρωτεΐνη που προστατεύει τους πνεύμονες. Οι ασθενείς μπορεί να αναπτύξουν συμπτώματα όπως χρόνιο βήχα, δύσπνοια και συριγμό.
Πώς έγινε και τι έδειξε η έρευνα
Για την μελέτη, οι 220 ασθενείς με AATD αξιολογήθηκαν έναντι ασθενών με ΧΑΠ και μιας ομάδας ελέγχου συμμετεχόντων χωρίς πνευμονική νόσο. Αντικείμενο της αξιολόγησης ήταν οι παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, όπως η αγγειακή δυσκαμψία, η οποία εμφανίζεται συνήθως με την ηλικία και συνδέεται στενά με την εξέλιξη της καρδιαγγειακής νόσου. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για 4 χρόνια, για να διαπιστωθεί εάν ανέπτυξαν κάποια καρδιακή νόσο.
«Οι ασθενείς με τη σπάνια γενετική πάθηση AATD είχαν τις υψηλότερες βαθμολογίες μεταξύ όλων των συμμετεχόντων για αγγειακή δυσκαμψία, αλλά και τις χαμηλότερες βαθμολογίες για τους τυπικούς σχετιζόμενους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Οι μισοί (45%) ασθενείς είχαν δυσαρμονικές βαθμολογίες όπου η μία βαθμολογία ήταν υψηλή και η άλλη χαμηλή», ανέφεραν οι ερευνητές.
Παρά το γεγονός ότι είχαν χαμηλότερους παράγοντες κινδύνου που συνήθως σχετίζονται με την ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου, όπως η νεαρή ηλικία και το να μην έχουν καπνίσει ποτέ, το 12,7% των συμμετεχόντων με AATD ανέπτυξε καρδιαγγειακή νόσο των 4 ετών παρακολούθησης.
Την ίδια στιγμή οι ασθενείς με ΧΑΠ και οι συμμετέχοντες στην ομάδα ελέγχου είχαν παρόμοιες βαθμολογίες στις άμεσες και έμμεσες μετρήσεις του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου.
«Αυτή η μακροχρόνια μελέτη μας έδωσε τη δυνατότητα να δούμε τη σχέση μεταξύ πνευμονικής νόσου και καρδιακής νόσου με μοναδικό τρόπο, παρακολουθώντας μια ομάδα ασθενών με αυτήν τη σπάνια γενετική ασθένεια. Η μελέτη μας έδειξε ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για άτομα με πνευμονικές παθήσεις ότι θα αναπτύξουν και καρδιαγγειακές παθήσεις και ότι μόνο οι συμβατικοί παράγοντες κινδύνου, όπως η ηλικία και το κάπνισμα, δεν δίνουν την πλήρη εικόνα της σχέσης μεταξύ αυτών των δύο βασικών συστημάτων στο σώμα», δήλωσε ο δρ. Robert Stockley, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Το ένζυμο-κλειδί στη σύνδεση νοσημάτων καρδιάς και πνευμόνων
Μια εξέταση αίματος που έγινε στους συμμετέχοντες με AATD ανέλυσε ένα ένζυμο που συνδέεται με βλάβη στους πνεύμονες και το οποίο ονομάζεται πρωτεϊνάση-3. Η μελέτη διαπίστωσε ότι υπήρχε σύνδεση μεταξύ των αυξημένων επιπέδων πρωτεϊνάσης-3 και αγγειακής ακαμψίας, η οποία με την σειρά της αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής νόσου. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτό το ένζυμο έχει άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη καρδιακών και πνευμονικών παθήσεων, διασπώντας τις ίνες που υποστηρίζουν τις μεγάλες αρτηρίες και τους πνεύμονες.
Με βάση τα ευρήματά τους, οι ερευνητές προτείνουν τη χρήση αναστολέων πρωτεϊνάσης-3 ως μια νέα θεραπευτική στρατηγική για την πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων, ιδιαίτερα μεταξύ των ασθενών με AATD.
«Ο ρόλος της πρωτεϊνάσης-3 δρα ως ισχυρός σύνδεσμος μεταξύ πνευμονικής και καρδιακής νόσου. Η δράση του ενζύμου στην επίθεση κατά των ινών ελαστίνης που βρίσκονται στους πνεύμονες και τις κύριες αρτηρίες υποδηλώνει, ότι η αναστολή της δράσης της θα μπορούσε να έχει διπλή επίδραση στην επιβράδυνση τόσο των πνευμονικών όσο και των καρδιαγγειακών νοσημάτων», είπε η εκ των συγγραφέων της μελέτης, Louise Crowley.
Πηγές: birmingham.ac.uk, medicaldaily.com