Νέα μελέτη δείχνει ότι η κλίμακα υπολογισμού του κινδύνου που χρησιμοποιείται για την πρόβλεψη των καρδιαγγειακών παθήσεων, μπορεί να βοηθήσει και στην πρόβλεψη της κακής γνωστικής λειτουργίας ενός ατόμου.
Η συγκεκριμένη έρευνα διαπίστωσε πως όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης 10ετούς καρδιαγγειακού κινδύνου ενός ατόμου, τόσο χειρότερα βαθμολογείται σε τεστ γνωστικής λειτουργίας, επιβεβαιώνοντας ότι ο έλεγχος των παραγόντων για την υγεία της καρδιάς, μπορεί να βοηθήσει στην προστασία της υγείας του εγκεφάλου.
«Γνωρίζουμε ότι η καρδιαγγειακή νόσος μοιράζεται πολλούς παράγοντες κινδύνου με τη γνωστική έκπτωση ή την άνοια», δήλωσε ο διδάκτωρ επιδημιολογίας και επίκουρος καθηγητής στο Arnold School of Public Health στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, συν-συγγραφέας της μελέτης, Jingkai Wei. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι κάθε αύξηση κατά 5% στη βαθμολογία κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου μπορεί να σχετίζεται με φτωχότερη γνωστική λειτουργία, είπε.
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις περιλαμβάνουν τις καρδιοπάθειες, το εγκεφαλικό επεισόδιο, την καρδιακή ανεπάρκεια και την υπέρταση. Οι καρδιακές παθήσεις είναι η κύρια αιτία θανάτου στις ΗΠΑ, ενώ τα εγκεφαλικά η πέμπτη. Περίπου 5,8 εκατομμύρια ενήλικες στις ΗΠΑ έχουν κάποια μορφή άνοιας.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει συσχέτιση των υψηλότερων βαθμολογιών καρδιαγγειακού κινδύνου και της φτωχότερης γνωστικής λειτουργίας σε άτομα με προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας. Η νέα μελέτη εξέτασε τη σχέση μεταξύ των βαθμολογιών καρδιαγγειακού κινδύνου και της γνωστικής λειτουργίας σε ένα μεγαλύτερο δείγμα του γενικού πληθυσμού και των διαφορών μεταξύ φυλετικών και εθνοτικών υποομάδων.
O δείκτης Framingham έχει σχεδιαστεί για να εκτιμά την πιθανότητα κινδύνου να υποστεί ένας ασθενής σοβαρό καρδιολογικό επεισόδιο σε βάθος 10ετίας.
Η βαθμολογία υπολογίζεται βάσει ηλικίας, φύλου, φυλής, ολικής χοληστερόλης, «καλής» χοληστερόλης (HDL), συστολικής αρτηριακής πίεσης (ο μεγάλος αριθμός), εάν ένα άτομο παίρνει φάρμακα για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και εάν έχει διαβήτη ή καπνίζει.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από την National Health and Nutrition Examination Survey από το 2011 έως το 2014 για 2.254 ενήλικες, ηλικίας 60 ετών και άνω, που δεν είχαν διαγνωστεί με καρδιαγγειακή νόσο. Yπολόγισαν τις βαθμολογίες 10ετούς κινδύνου Framingham για τους συμμετέχοντες, χρησιμοποιώντας δεδομένα από απαντήσεις σε ερωτηματολόγια και από εξετάσεις αίματος για τα επίπεδα χοληστερόλης, γλυκόζης και αιμοσφαιρίνης A1C. Λήφθηκαν επίσης υπόψιν οι μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης. Στη συνέχεια, οι βαθμολογίες κινδύνου ταξινομήθηκαν ως χαμηλές, μεσαίες ή υψηλές.
Η γνωστική λειτουργία μετρήθηκε χρησιμοποιώντας τρία διαφορετικά τεστ.
Οι συμμετέχοντες με μεσαίες και υψηλές βαθμολογίες κινδύνου Framingham είχαν χαμηλότερες επιδόσεις στα γνωστικά τεστ από εκείνους με χαμηλές βαθμολογίες καρδιαγγειακού κινδύνου. Καθώς οι βαθμολογίες Framingham αυξάνονταν, οι συνολικές βαθμολογίες των γνωστικών τεστ μειώθηκαν.
«Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ένα μεγάλο όγκο στοιχείων που δείχνουν ότι είναι σημαντικό να φροντίζουμε την καρδιαγγειακή υγεία, όχι μόνο για την υγεία της καρδιάς αλλά και του εγκεφάλου μας», δήλωσε η Δρ. Kristine Yaffe, καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Νευροεπιστημών Weill του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας.
«Ό,τι είναι καλό για την καρδιά, είναι καλό και για τον εγκέφαλο», είπε.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η μείωση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου θα μπορούσε να είναι μια στρατηγική για την πρόληψη της γνωστικής έκπτωσης, λένε οι επιστήμονες.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας.