Νέα έρευνα δείχνει ότι τα μωρά που γεννιούνται από μητέρες που βιώνουν βαθιά θλίψη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να είναι ευάλωτα σε καρδιακή ανεπάρκεια όταν μεγαλώσουν.
Η επικεφαλής ερευνήτρια Fen Yang, υποψήφια διδάκτωρ στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, τόνισε σε δηλώσεις της πως: «Εάν τα ευρήματά μας επιβεβαιωθούν σε μελλοντικές μελέτες, ο έγκαιρος έλεγχος για παράγοντες κινδύνου όπως είναι η παχυσαρκία, η υπέρταση και ο διαβήτης σε παιδιά που γεννιούνται από μητέρες που βίωσαν πένθος, καθώς και η υιοθέτηση προληπτικών μέτρων, θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στη μείωση του φορτίου της καρδιακής ανεπάρκειας και άλλων καρδιαγγειακών νοσημάτων».
Ανατρέχοντας σε δεδομένα από πάνω από 6,7 εκατομμύρια γεννήσεις στη Δανία και τη Σουηδία μεταξύ 1973 και 2016, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στη μητρική θλίψη ως μορφή προγεννητικού στρες.
Από τις συμμετέχουσες, περισσότερες από 167.000 είχαν βιώσει προγεννητικό στρες λόγω πένθους κατά το έτος πριν ή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι ερευνητές ανέλυσαν πληροφορίες σχετικά με την απώλεια στενών μελών της οικογένειας της μητέρας και τις επακόλουθες διαγνώσεις καρδιακής ανεπάρκειας στα παιδιά μέχρι τη μέση ηλικία.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης (η μέση περίοδος ήταν λίγο πάνω από 24 χρόνια), περισσότεροι από 4.800 απόγονοι διαγνώστηκαν με καρδιακή ανεπάρκεια.
Μόνο οι σοβαρές μορφές μητρικής απώλειας, ιδίως ο θάνατος συντρόφου ή μεγαλύτερου παιδιού, σχετίζονταν με υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας στα παιδιά. Η απώλεια άλλων στενών μελών της οικογένειας έδειξε σύνδεση όταν ο θάνατος ήταν από μη φυσικά αίτια.
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι το μητρικό στρες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να δημιουργήσει ένα δυσμενές περιβάλλον στη μήτρα, οδηγώντας ενδεχομένως σε προβλήματα στην εγκυμοσύνη και επηρεάζοντας την καρδιακή υγεία του παιδιού αργότερα στη ζωή. Άλλοι παράγοντες που αφορούν την περίοδο μετά τον τοκετό, όπως οι επιλογές του τρόπου ζωής και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, μπορεί επίσης να επηρεάσουν την υγεία της καρδιάς των παιδιών.
Για να ελαχιστοποιηθεί ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος του προγεννητικού στρες στην υγεία του παιδιού, οι ερευνητές πρότειναν στις έγκυες γυναίκες να αναζητούν υποστήριξη και να χρησιμοποιούν στρατηγικές αντιμετώπισης του πένθους τους.
Διευκρινίζουν επίσης, ότι οι μέλλουσες μητέρες δεν χρειάζεται να πανικοβάλλονται για την πιθανότητα τα παιδιά τους να αναπτύξουν καρδιακή ανεπάρκεια, δεδομένου ότι η καρδιακή ανεπάρκεια παραμένει σπάνια στους νέους ανθρώπους.
Στην καρδιακή ανεπάρκεια, η καρδιά δεν τροφοδοτεί αποτελεσματικά με αίμα τα όργανα του σώματος. Η καρδιακή ανεπάρκεια δεν θεραπεύεται, αλλά τα συμπτώματά της μπορούν να αντιμετωπιστούν για να βελτιωθεί η ποιότητα και η διάρκεια της ζωής του ατόμου.
Η μελέτη είχε αρκετούς περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας εντοπισμού των ηπιότερων μορφών καρδιακής ανεπάρκειας και των πιθανών συγχυτικών παραγόντων, όπως η κληρονομικότητα και οι επιλογές του τρόπου ζωής.
Η Yang τόνισε ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να διερευνηθούν και άλλοι στρεσογόνοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας.
«Θα χρειαστούν μελλοντικές έρευνες για να διαπιστωθεί αν λιγότερο σοβαρές, αλλά πιο κοινές από το πένθος πηγές στρες, όπως το εργασιακό και το συζυγικό, οι οικονομικές δυσκολίες, η ανεργία, άλλα δυσάρεστα γεγονότα ή οι καθημερινές ταλαιπωρίες, θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, όχι μόνο στις νεαρές ηλικίες, αλλά και σε μεγαλύτερες ηλικίες από αυτές που μπορέσαμε να μελετήσουμε», δήλωσε η Yang.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση JACC: Heart Failure.