Όσοι ενήλικες έχουν μη φυσιολογικό καρδιακό μεταβολισμό έχουν έως και τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν απειλητικές για τη ζωή αρρυθμίες (ακανόνιστος καρδιακός ρυθμός).
Μικρή μελέτη ερευνητών στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins δείχνει πως η διάγνωση της πάθησης και η πρόβλεψη μελλοντικού αιφνίδιου καρδιακού θανάτου θα μπορούσε να γίνει με μαγνητική τομογραφία.
Ο ανώτερος συγγραφέας της μελέτης Robert Weiss, καθηγητής στη Σχολή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, ανέφερε πως: «Πιστεύουμε ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που ο διαταραγμένος καρδιακός μεταβολισμός σε ανθρώπους συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο επικίνδυνων για τη ζωή αρρυθμιών ή αιφνίδιου καρδιακού θανάτου».
«Αυτό θα μπορούσε να ανοίξει ένα παράθυρο σε μια εντελώς νέα προσέγγιση, μια μεταβολική προσέγγιση για τη θεραπεία ή την πρόληψη σοβαρών αρρυθμιών, κάτι που δεν είναι προς το παρόν διαθέσιμο στην καρδιολογία».
Ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος ευθύνεται για το 50% όλων των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, κοστίζοντας τη ζωή 300.000 Αμερικανούς ετησίως, σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία.
Το κύριο μέσο πρόληψης του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου σε ασθενείς υψηλού κινδύνου, είναι επί του παρόντος ο εμφυτεύσιμος αυτόματος απινιδωτής (ICD), μια μικρή συσκευή με μπαταρία που τοποθετείται στο στήθος για να ανιχνεύει και να σταματά τους ακανόνιστους καρδιακούς παλμούς. Η συσκευή ανιχνεύει, βρίσκει και σταματά (με ηλεκτρική εκκένωση) στην έναρξή της την κοιλιακή ταχυκαρδία και την κοιλιακή μαρμαρυγή, οπότε αποτρέπει τον αιφνίδιο καρδιακό θάνατο.
Η διάρκεια ζωής της μπαταρίας ενός εμφυτεύσιμου αυτόματου απινιδωτή είναι συνήθως από πέντε έως επτά χρόνια.
«Το 60%-70% αυτών των συσκευών στη διάρκεια 5-7 ετών δεν εκφορτίζονται», λέει ο T. Jake Samuel, πρώτος συγγραφέας της μελέτης, καρδιολόγος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins. «Ξοδεύουμε δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε εμφυτεύσιμους απινιδωτές που έχουν διαδικαστικούς και μετεγχειρητικούς κινδύνους. Υπάρχει ανάγκη για μη επεμβατικές προσεγγίσεις για την καλύτερη αξιολόγηση του κινδύνου για το ποιος χρειάζεται ή δεν χρειάζεται απινιδωτή για την πρόληψη του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου».
Για τη μελέτη τους, ο Samuel και οι συνεργάτες του μέτρησαν τα επίπεδα της τριφωσφορικής αδενοσίνης (ATP), της κύριας χημικής κυτταρικής πηγής ενέργειας, στις καρδιές 46 ατόμων πριν υποβληθούν σε εμφύτευση απινιδωτή για πρωτογενή πρόληψη. Τα επίπεδα της καρδιακής ATP μετρήθηκαν με μαγνητική τομογραφία και χρήση μιας τεχνικής φασματοσκοπίας μαγνητικού συντονισμού (MRS) που αναπτύχθηκε στο Johns Hopkins από τον Paul Bottomley, συν-συγγραφέα της μελέτης, προκειμένου να προσδιοριστεί ποιοι ασθενείς είχαν μη φυσιολογικό μεταβολισμό τριφωσφορικής αδενοσίνης. Όλοι οι ασθενείς παρακολουθούνταν κάθε 3-6 μήνες για περίπου 10 χρόνια για να διαπιστωθεί ποιοι κινδύνευαν από απειλητικές για τη ζωή αρρυθμίες.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι τα άτομα με χαμηλά επίπεδα καρδιακού μεταβολισμού είχαν τριπλάσιο κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου (αν δεν προχωρήσουν σε εμφύτευση απινιδωτή) σε σύγκριση με τα άτομα με φυσιολογικό μεταβολισμό τριφωσφορικής αδενοσίνης. Αυτό ίσχυε ακόμη κα όταν προσαρμόστηκε το χαμηλό κλάσμα εξώθησης της αριστερής κοιλίας, μέτρηση που χρησιμοποιείται επί του παρόντος για τον προσδιορισμό της ανάγκης για εμφύτευση απινιδωτή.
«Ο απινιδωτής δεν χρειάστηκε ποτέ στο 80% των ανθρώπων με φυσιολογικά επίπεδα καρδιακού μεταβολισμού στα 10 χρόνια της περιόδου μελέτης», αναφέρουν ο Samuel και οι συνεργάτες του. Τα ευρήματα της μελέτης θα μπορούσαν να συμπληρώσουν τις τρέχουσες προσεγγίσεις και να οδηγήσουν σε καλύτερες προβλέψεις για το ποιος είναι πιθανότερο να χρειαστεί ή όχι έναν εμφυτεύσιμο απινιδωτή. Ωστόσο, τονίζουν, ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες για την αξιολόγηση διαφορετικών και μεγαλύτερων πληθυσμών.
«Είμαστε ενθουσιασμένοι με αυτά τα πραγματικά νέα ευρήματα, τα πρώτα στους ανθρώπους, και πιστεύουμε ότι μπορούν να μεταμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο οι γιατροί αξιολογούν τον κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου», λέει ο Weiss. «Μόλις επιβεβαιώσουμε ότι ο μεταβολισμός και ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος συνδέονται, ελπίζουμε να μελετήσουμε ποια φάρμακα διατηρούν και βελτιώνουν τον μεταβολισμό της τριφωσφορικής αδενοσίνης και εάν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση του κινδύνου αιφνίδιου καρδιακού θανάτου».
Πηγή: Science Daily