Επιμέλεια:
Τσούγκος Ηλίας
Καρδιολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Μέλος Δ.Σ. Ελληνικού Κολλεγίου Καρδιολογίας
Πηγή:
Μπορούμε να νικήσουμε τις Καρδιοπάθειες
Δημήτριος Κρεμαστινός
Α.Α. Λιβάνη 2010
1. Ποια είναι η φυσιολογική αρτηριακή πίεση;
Τα όρια της φυσιολογικής αρτηριακής πίεσης διαρκώς μεταβάλλονται με τάση να ελαττώνονται συνεχώς. Σήμερα, πιστεύεται ότι η αρτηριακή πίεση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το όριο των 120/80mmHg, δηλαδή, η συστολική πίεση (μεγάλη) να μην υπερβαίνει τα 120mmHg και η διαστολική (μικρή) να μην υπερβαίνει το 80mmHg.
ΤΙΜΕΣ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗΣ ΠΙΕΣΗΣ
– Φυσιολογική : < 130/90 mmHg. – Προϋπέρταση : 130-140/90mmHg. – Ήπια υπέρταση : 140-150mmHg. – Μέτρια υπέρταση : 160/95mmHg. – Βαριά υπέρταση : >160/95mmHg.
– Συστολική μεμονωμένη υπέρταση : >160/<90mmHg. – Διαστολική μεμονωμένη : <140/>95mmHg.
Τα άτομα με αρτηριακή πίεση (μεγάλη) 110mmHg έχουν μικρότερη πιθανότητα να πάθουν καρδιοεγκεφαλικά επεισόδια, από τα άτομα που έχουν αρτηριακή πίεση μεγαλύτερη από 130mmHg. Γενικώς αν ένα άτομο κατά τη διάρκεια της εφηβείας του έχει μέση αρτηριακή πίεση 110mmHg και κατά την διάρκεια της ενηλικίωσης του φτάνει το 130-140mmHg, αναμφισβήτητα το άτομο αυτό θεωρείται υπερτασικό.
Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται πρακτικά από την καλή λειτουργία της καρδιάς, των νεφρών και από την ελαστικότητα των τοιχωμάτων των αρτηριών. Η αρτηριακή υπέρταση διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, την πρωτοπαθή ή ιδιοπαθή που αποτελεί το 95% των περιπτώσεων αρτηριακής υπέρτασης και τη δευτεροπαθή. Η αιτία της ιδιοπαθούς αρτηριακής υπέρτασης είναι άγνωστη και το μοναδικό εύρημα είναι η αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Η δευτεροπαθής αρτηριακή υπέρταση μπορεί να οφείλεται σε βασικές οργανικές αιτίες όπως οι νεφροπάθειες, οι νεφροαγγειοπάθειες, το φαιοχρωμοκύττωμα (όγκος των επινεφριδίων), η στένωση του ισθμού της αορτής και ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός και άλλα πιο σπάνια αίτια.
2. Ποια είναι τα συμπτώματα της υψηλής αρτηριακής πίεσης;
o Πονοκέφαλος στην ινιακή χώρα με «σφυγμώδη χαρακτήρα», εμφανίζεται κατά την αφύπνιση και υποχωρεί κατά την κινητοποίηση.
o Εξέρυθρο πρόσωπο.
o Ανώμαλη εφίδρωση.
o Θόλωση της όρασης.
o Αστάθεια βαδίσματος.
o Καταστολή.
o Αϋπνία.
o Μείωση της libido.
o Αίσθημα ζάλης, ίλιγγος.
o Αίσθημα παλμών.
o Καταβολή δυνάμεων
3. Πώς γίνεται η σωστή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης;
Η σωστή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης εξαρτάται από την θέση του εξεταζομένου, το μέγεθος του αεροθαλάμου, την τοποθέτηση της περιχειρίδας και από άλλες ειδικές συνθήκες.
• Θέση του εξεταζομένου
Ο εξεταζόμενος πρέπει να κάθεται αναπαυτικά με το βραχίονα σε σταθερό σημείο, περίπου στο ύψος της καρδιάς. Σε περίπτωση που ο βραχίονας κρέμεται, τότε οι τιμές θα είναι ελαφρώς αυξημένες (περίπου κατά 8mmHg). Επίσης ο εξεταζόμενος θα πρέπει να προσδιορίσει το χέρι από το οποίο θα μετρά την αρτηριακή του πίεση, το οποίο είναι αυτό με την μεγαλύτερη Α.Π. (αν υπάρχουν διαφορές). Σημαντικό είναι το χέρι που θα γίνει η μέτρηση να είναι γυμνό. Όσον αφορά στην εκτέλεση της μέτρησης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν η στιγμή που ακούγεται ο πρώτος ήχος (εμφάνιση) και ο τελευταίος ήχος (εξαφάνιση) που αντιστοιχούν στη συστολική και στη διαστολική πίεση αντίστοιχα.
• Το μέγεθος του αεροθαλάμου
Ο κοινός αεροθάλαμος πρέπει να καλύπτει το 80% της περιμέτρου του βραχίονα (12 x 26εκ) ενώ σε παχύσαρκα άτομα ο αεροθάλαμος θα πρέπει να έχει διαστάσεις 12 x 40εκ.
• Τοποθέτηση περιχειρίδας
Η περιχειρίδα θα πρέπει να τοποθετείται ακριβώς πάνω από την βραχιόνιο αρτηρία. Το κάτω άκρο της θα πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση 2,5 εκ. από την καμπτική επιφάνεια του αγκώνα. Επίσης μικρή περιχειρίδα μπορεί να δώσει ψευδώς αυξημένες τιμές.
• Ειδικές συνθήκες
Σημαντικό είναι μισή ώρα πριν τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης ο εξεταζόμενος να μην έχει πιει καφέ και να μην έχει καπνίσει, να μην έχει πάρει φάρμακα που επηρεάζουν την πίεση και ο χώρος εξέτασης να είναι ήσυχος και ζεστός.
4. Ποιες είναι οι επιπλοκές και ποια η θεραπεία της πίεσης;
Παλαιότερα, ο χρόνιος υπερτασικός ασθενής είχε κακή εξέλιξη. Τα εγκεφαλικά επεισόδια, το έμφραγμα του μυοκαρδίου, η καρδιακή ανεπάρκεια, το ανεύρυσμα αορτής και οι διαταραχές της όρασης (ιδιαίτερα όταν ο άρρωστος έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη) ήταν από τις βασικότερες παθήσεις που απειλούσαν άμεσα την ζωή του. Σήμερα, τα σύγχρονα αντιυπερτασικά φάρμακα, έχουν ελαττώσει σε σημαντικό ποσοστό τις επιπλοκές της αρτηριακής πίεσης.
Ο υπερτασικός ασθενής πρέπει να μεταβάλλει βασικά τον τρόπο ζωής και τη διατροφή του. Οι μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις, που αφορούν κυρίως την αλλαγή του τρόπου ζωής βοηθούν όχι μόνο στην ελάττωση και ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης αλλά και στον περιορισμό των παραγόντων κινδύνου και την πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Η απώλεια βάρους για τους παχύσαρκους, η ένταξη στην καθημερινότητα κάποιας φυσικής δραστηριότητας (βάδισμα 3-4 χιλιόμετρα την μέρα), η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση του στρες, η ελάττωση της πρόσληψης οινοπνεύματος, αλατιού και καφεΐνης στη διατροφή έχει αποδειχθεί από πληθώρα μελετών ότι συμβάλλουν σημαντικά στην πρόληψη της αρτηριακής υπέρτασης και των καρδιαγγειακών επεισοδίων. Ακόμη, η αποφυγή της μακροχρόνιας λήψης αντισυλληπτικών δισκίων και μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, όπου αυτό είναι εφικτό, επίσης προλαμβάνει την ανάπτυξη ή/και την απορρύθμιση της υπό αγωγή αρτηριακής υπέρτασης
Τα αντιυπερτασικά φάρμακα είναι ενδεδειγμένα και αποτελεσματικά αναλόγως της μορφής της αρτηριακής πίεσης και μόνο εάν δεν φυσιολογικοποιηθεί η αρτηριακή πίεση με τις διαιτητικές παρεμβάσεις. Θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει 24ωρη καταγραφή των μεταβολών της πίεσης με το σύστημα Holter. Μετά την καταγραφή της πίεσης και την αξιολόγηση των μεταβολών της, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί μονοθεραπεία (χρήση ενός φαρμάκου) και επί αποτυχίας της μονοθεραπείας συνιστώνται οι συνδυασμοί φαρμάκων. Τα αντιυπερτασικά φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι: τα διουρητικά, με προτίμηση στις θειαζίδες, οι αναστολείς των β-υποδοχέων, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου και της αγγειοτενσίνης, καθώς και οι ανταγωνιστές του ασβεστίου με παρατεταμένη δράση.
Συμπερασματικά, η σύγχρονη αντιμετώπιση του υπερτασικού ασθενούς τον έχει απαλλάξει από τις σοβαρότερες επιπλοκές που παρατηρούνταν στο παρελθόν και του έχει διασφαλίσει καλύτερη ποιότητα ζωής και μακροβιότητα.
5. Τελικά υπάρχει ασταθής υπέρταση;
Πολλές φορές είναι δυνατόν να ανησυχήσει κάποιος εάν σε τυχαία μέτρηση βρεθεί να έχει υψηλή πίεση. Η αλήθεια είναι πως μια τυχαία μέτρηση της πίεσης δεν έχει καμία αξία, διότι η πίεση επηρεάζεται πολύ από την συγκίνηση, το σωματικό στρές και ιδιαίτερα το διανοητικό στρές.
Αντικειμενική μέτρηση της πίεσης γίνεται μόνο την νύχτα, κατά την διάρκεια του ύπνου, οπότε οι εξωγενείς επιδράσεις μηδενίζονται. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η πίεση παρουσιάζει αυξομειώσεις. ΄Ετσι, κατά την έντονη άσκηση, η πίεση μπορεί να φτάσει τα 200mmHg, κάτι το οποίο μπορεί να συμβεί και στο έντονο ψυχολογικό στρές.
Σε ιδιαίτερα ευαίσθητα άτομα, είναι δυνατόν να παρατηρηθεί αύξηση της πίεσης από φόβο ή συγκίνηση την στιγμή που τη μετρά ο γιατρός. Σε όλες, όμως, αυτές τις περιπτώσεις, η πίεση μέσα σε 10 λεπτά επανέρχεται στη φυσιολογική της τιμή. Σημειωτέον ότι η φυσιολογική τιμή της πίεσης είναι μέχρι 120mmHg η μεγάλη και μέχρι 80mmHg η μικρή. Όμως, εάν η ασταθής υπέρταση προοδευτικά επιδεινώνεται από πλευράς αριθμού επεισοδίων, χρειάζεται να αντιμετωπιστεί κανονικά, ώς αρτηριακή υπέρταση σε έδαφος αρτηριοσκλήρωσης. Στην αρχική βάση και προτού χορηγηθούν τα κλασικά αντιυπερτασικά φάρμακα, το σωστό είναι να αποφεύγεται η κατανάλωση αλμυρών τροφών ή αλατιού στο φαγητό. Όμως, προκειμένου να τεθεί η διάγνωση τόσο της υπέρτασης όσο και της ασταθούς πίεσης, δεν αρκούν οι μεμονωμένες μετρήσεις της πίεσης, αλλά είναι απαραίτητο να γίνει 24ωρη καταγραφή της πίεσης με Holter. Με τον τρόπο αυτό, καταγράφονται συνεχώς, ανά 20 λεπτά, μετρήσεις της πίεσης μέρα και νύκτα και έτσι παρακολουθείται ο τρόπος διακύμανσής της.
Από την μορφολογία της καμπύλης που καταγράφεται, προκύπτουν κατά κανόνα οι αιτιολογίες της πίεσης καθώς και η ενδεδειγμένη θεραπεία που πρέπει να χορηγήσει ο γιατρός.